λαάρχης

λαάρχης
λᾱάρχ-ης, ου, ,
A commander of a λααρχία, Inscr.Mus.Ales.31 (iii/ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαάρχης — και λάαρχος, ὁ (Α) πάπ. διοικητής, αρχηγός τής λααρχίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λα + άρχης (< ἄρχω)] …   Dictionary of Greek

  • λάαρχος — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αδελφός του Αρκεσίλαου Β’, βασιλιά της Κυρήνης. Αφού σκότωσε τον αδελφό του, ανήλθε ο ίδιος στον βασιλικό θρόνο, ως επίτροπος του ανήλικου διαδόχου, γιου του Αρκεσίλαου. Για να εδραιώσει τη θέση του, θέλησε να παντρευτεί τη… …   Dictionary of Greek

  • λααρχία — λααρχία, ἡ (Α) [λαάρχης] στρατιωτικό σώμα από πεζούς και ιππείς, το οποίο συστάθηκε πιθανώς επί Πτολεμαίου Β Ευεργέτου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”